Η μείωση της κατανάλωσης επεξεργασμένου κρέατος κατά 30%, θα μπορουσε να αποτρέψει χιλιάδες κρούσματα διαβήτη, καρκίνου και καρδιαγγειακών παθήσεων στις ΗΠΑ σε διάστημα 10 ετών, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “The Lancet Planetary Health”.
Οι ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και το πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στο Τσάπελ Χιλ, ανάπτυξαν ένα έργαλείο προσωμείωσης, για να εκτιμήσουν τις πολλαπλές επιπτώσεις στην υγεία, από τη μείωση κατανάλωσης επεξεργασμένου κρέατος και μη επεξεργασμένου κόκκινου κρέατος.
Χρησιμοποίησαν δεδομένα από μια εθνική έρευνα υγείας των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), για να δημιουργήσουν ένα προσομειωμέν, αντιπροσωπευτικό δείγμα του ενήλικου πληθυσμού των ΗΠΑ, που ονομάζεται μικροπροσωμείωση. Οι επιπτώσεις, αξιολογήθηκαν στο σύνολο του πληθυσμού και ξεχωριστά με βάση την ηλικία, το φύλο, το εισόδημα του νοικοκυριού και την εθνικότητα.
Υπολόγισαν ότι η μείωση κατά ένα τρίτο του επεξεργασμένου κρέατος, θα μπορούσε να αποτρέψει περισσότερα από 350.000 κρούσματα διαβήτη, 92.500 περιπτώσεις καρδιαγγειακής νόσου και 53.300 περιστατικά καρκίνου του παχέος εντέρου σε μία δεκαετία.
Η μείωση της κατανάλωσης τόσο του επεξεργασμένου κρέατος όσο και του μη επεξεργασμένου κόκκινου κρέατος κατά 30%, θα είχε ως αποτέλεσμα 1.073.400 λιγότερες περιπτώσεις διαβήτη, 382.400 λιγότερες περιπτώσεις καρδιαγγειακών παθήσεων και 84.400 λιγότερες περιπτώσεις καρκίνου του παχέος εντέρου.
Τέλος, η μείωση μόνο της πρόσληψης μη επεξεργασμένου κόκκινου κρέατος κατά 30%, θα είχε ως αποτέλεσμα 732.000 λιγότερες περιπτώσεις διαβήτη, 291.500 λιγότερες περιπτώσεις καρδιαγγειακών παθήσεων και 32.300 λιγότερες περιπτώσεις καρκίνου του παχέος εντέρου.
Το εύρημα ότι οι περισσότερες περιπτώσεις ασθενειών αποτρέπονται με τη μείωση του μη επεξεργασμένου κόκκινου κρέατος, οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η μέση ημερήσια πρόληψη του μη επεξεργασμένου κόκκινου κρέατος, είναι υψηλότερη από το επεξεργασμένο, όπως σημειώνουν οι ερευνητές.
Η ερευνητική ομάδα, σημειώνει πως οι εκτιμήσεις αυτές, πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή και ότι απαιτούνται περισσότερες έρευνες.
ΑΠΕ – ΜΠΕ