Το σπήλαιο – καταφύγιο για τις επιθέσεις των αιμοβόρων Καταλανών τον 14ο αιώνα και το μυστήριο της λαξευμένης λόγχης.
Καταλανοί κι Αλμογάβαροι σκληροτράχηλοι πολεμιστές, αδίστακτοι μισθοφόροι που ήρθαν από τη Δύση προς υποστήριξη του βυζαντινού στρατού μετά από πρόσκληση του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄Παλαιολόγου, τον 14ο αιώνα, επιδόθηκαν σε λεηλασίες και ρήμαζαν την καθημαγμένη έτσι κι αλλιώς Θράκη, με το βλέμμα στην Θεσσαλονίκη, την οποία δεν μπόρεσαν να καταλάβουν ενώ επιτέθηκαν σε μοναστήρια του Αγίου Όρους.
Μπροστά στον κίνδυνο των Καταλανών μισθοφόρων με τις άγριες διαθέσεις, ο πληθυσμός της Θράκης, αναζήτησε καταφύγια σε ασφαλή μέρη, μακριά από τα χωριά και τις κωμοπόλεις. Τουλάχιστον μέχρι να περάσει ο κίνδυνος.
Ένα από αυτά, ήταν το σπήλαιο της Μαρώνειας στη Ροδόπη, το οποίο βρίσκεται 30 χλμ. νότια της Κομοτηνής, στις υπόρειες του όρους Ίσμαρος, ανάμεσα στους Προσκυνητές και στη Μαρώνεια.
Το σπήλαιο ερευνήθηκε το 1896, από γιατρό Κωνσταντίνο Αυδή, όπως έχει γραφεί σε άρθρο του 1957, ενώ το 1979 κηρύχθηκε ως αρχαιολογικός χώρος και το 2019 οριοθετήθηκε.
Εδώ και χρόνια, η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας, διενεργεί ανασκαφές για την αρχαιολογική τεκμηρίωση του σπηλαίου και οι νέες έρευνες που έγιναν, παρουσιάστηκαν από τον προϊστάμενο Βόρειας Ελλάδας της Έφορείας, Φώτη Γεωργιάδη, στην πρόσφατη 36η Επιστημονική Συνάντηση
για το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη, που έγινε στη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, στο σπήλαιο έγιναν εκτεταμένες κατασκευαστικές εργασίες στο τέλος του 12ου και στον 13ο αιώνα, όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα – οικοδομικά υλικά εργαλεία, αγγεία, νομίσματα, γεγονός που συνδέεται με την Δ΄Σταυροφορία. Οι εργασίες δηλώνουν την εγκατάσταση μιας πολυάριθμης ομάδας στο σπήλαιο, η οποία σχετίζεται αφενός με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, αφετέρου με τα όσα ακολούθησαν.
“Σώμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, φαίνεται πως κατά τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα μ.Χ,, έχουμε εκ νέου μαζική χρήση του χώρου. Και αυτή η εποχή είναι περίοδος αναταραχών στην περιοχή, καθώς οι κάτοικοι της Θράκης, υποφέρουν από τις λεηλασίες Καταλανών μισθοφόρων και από τους παλαιολόγειους εμφύλιους πολέμους, αναφέρει στη Voria.gr, κ. Γεωργιάδης.
Το σπήλαιο της Μαρώνειας, είναι επίμηκες με μήκος περίπου 350 μέτρων και πλάτος από 15 ώς 50 μέτρα. Έχει δύο εισόδους, μια κύρια, που βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του και μία δευτερεύουσα στο βόρειο τμήμα του, η οποία παρέχει πιο δυσχερή πρόσβαση, ενώ το συνολικό μήκος των διαδρόμων του είναι γύρω στα 2.000 μέτρα.
Οι έρευνες έδειξαν πως υπήρξε μία εκτεταμένη χρήση του σπηλαίου από τον 5ο ως τον 7ο αιώνα μ.Χ., καθώς εντοπίστηκε μεγάλη ποσότητα αμφορέων της περιόδου αυτής, ερυθραβαφής κεραμική (κυρίως πινάκια και χύτρες), καθώς και λυχνάρια. Η ποσότητα των θραυσμάτων αμφορέων μάλιστα, οδήγησε τους αρχαιολόγους, ότι το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ως χώρος αποθήκευσης.
Σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, εντοπίστηκαν επιχώσεις της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, ενώ σε διαταραγμένα στρώματα βρέθηκε μικρή ποσότητα αρχαϊκής κεραμικής και κεραμικής της Νεότερης Νεολιθικής. Επιπλέον, κάποια σποραδικά ευρήματα της μεταβυζαντινής περιόδου, δηλώνουν ανθρώπινη δραστηριότητα και στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν – έχουν βρεθεί πήλινες πίπες καπνού ου 18ου αιώνα, μικρή ποσότητα μεταβυζαντινής κεραμικής, μια ταφή του 17ου – 18ου αιώνα μ.Χ.
Ένα ερώτημα που απασχολεί την έρευνα και την επιστημονική κοινότητα, σχετικά με τη χρήση του σπηλαίου, είναι αν αυτό υπήρξε ή όχι λατρευτικό κατά την αρχαϊκή περίοδο.
Μπαίνοντας στο σπήλαιο και σε απόσταση 5 μέτρων από την είσοδο, υψώνεται ένα ενιαίο σύμπλεγμα σταλαγμιτών, πλάτους περίπου 5,5 μέτρων και πάχους πάνω από 3 μέτρα. Το ελάχιστο ύψος του είναι 1,70 μέτρα από το σημερινό δάπεδο του σπηλαίου, ενώ στα άκρα του υψώνονται κολόνες ύψους 2.5 μέτρων.
Στο μέσο αυτού του σταλαγματικού συμπλέγματος και μάλιστα στην όψη που βλέπει προς την πρώτη ευρύχωρη αίθουσα του σπηλαίου, έχει λοξευτεί μια μεγάλη ημικυκλική κόγχη, ενώ λίγες μικρές άβαθες κόγχες, διαμορφώνονται πάνω από γύρω της.
Η λαξευμένη κόγχη θα μπορούσε να δίνει λατρευτικό χαρακτήρα στο σπήλαιο της Μαρώνειας, υπόθεση την οποία επιτείνει ένα νέο στοιχείο που ήρθε στο φως κατά τις φετινές εργασίες. Μετά τον καθαρισμό του δαπέδου της κόγχης, αποκαλύφθηκε ένα βαθούλωμα διαμέτρου 7,2 εκατοστών και βάθους 5,5 εκατοστών, το οποίο θα μπορούσε να δέχεται μια στήλη ή ένα αγαλμάτιο. Άρα θα μπορούσε το βαθούλωμα αυτό να υποδέχεται κάποιο ανάθημα και να πρόκειται για κάποιο ιερό σπήλαιο, όπως συνηθιζόταν κατά την αρχαϊκή ή την κλασική εποχή.
“Έχουμε λοιπόν, σε κεντρική θέση, που κυριαρχεί στο χώρο, μια λαξευμένη κόγχη με τόρμο (σ.σ. κοιλότητα), στο δάπεδό της.Αυτή την κατασκευή μπορούμε να την κατανοήσουμε ως κατασκευή υποδοχής και στερέωσης ενός αντικειμένου με έμβολο, όπως μια στήλη, που θα είχε θέση εκεί, μόνο αν το σπήλαιο είχε λατρευτική λειτουργία. Σε διαφορετική περίπτωση, η παρουσία της είναι δυερμήνευτη”, είπε από τη βήμα του 36ου ΑΕΜΘ, ο κ. Γεωργιάδης…ανοίγοντας τη συζήτηση.
Την υπόθεση αυτή, ενισχύει η παρουσία αρχαϊκής διακοσμημένης κεραμικής, που μάλιστα προέρχεται από αγγεία πόσης, αλλά κι από μια αττική λήκυθο. Από την αρχαϊκή περίοδο, έχει βρεθεί επίσης κεραμική με ταινιωτή διακόσμηση και σημαντική ποσότητα τεφρόχρωμης κεραμικής (κρατήρες, λεκάνες, οινοχόες).
Εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρά εμπόδια για την απόδοση λατρευτικής λειτουργία στο σπήλαιο, όπως λ.χ. η απουσία θραυσμάτων ειδώλίων, που θα αναμένοντας σε ένα σπήλαιο – ιερό.
voria.gr