Σε όλη την Ελλάδα, από τα μεγάλα αστικά κέντρα μέχρι τα πιο απομακρυσμένα χωριά, η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται: παιδικές χαρές ξεχασμένες, πλατείες μισοτελειωμένες, πεζοδρόμοι, που ξεκίνησαν φιλόδοξα και σταμάτησαν απότομα. Τα δημόσια έργα στην Ελλάδα μοιάζουν συχνά με υποσχέσεις που έμειναν στα χαρτιά ή εγκαταλείφθηκαν λίγο πριν τον τερματισμό. Αλλά γιατί;
Η απάντηση δεν είναι μία, αλλά ένα σύμπλεγμα προβλημάτων που ξεκινούν από τον κακό σχεδιασμό και φτάνουν έως τη βαθιά ριζωμένη γραφειοκρατία. Σε πολλές περιπτώσεις, οι αρμοδιότητες είναι κατακερματισμένες: ένας χώρος μπορεί να ανήκει στο Δασαρχείο, ένας άλλος στην Κτηματική Υπηρεσία, ενώ η Πολεοδομία και ο Οργανισμός Λιμένα έχουν τον δικό τους λόγο – χωρίς κανένας να έχει την τελική ευθύνη. Το αποτέλεσμα είναι αδιέξοδο, καθυστερήσεις και τελικά… εγκατάλειψη.
Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: Στην Ελλάδα δεν έχουμε πρόβλημα έμπνευσης. Έχουμε πρόβλημα σοβαρότητας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίφημη «ανάπλαση» του παραλιακού μετώπου στη Θεσσαλονίκη. Παρά τις υποσχέσεις για ολοκλήρωση μέσα σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα, το έργο ταλαιπωρείται από αλλαγές μελετών, αντιπαραθέσεις φορέων και καθυστερήσεις. Oι πεζοδρομήσεις στο κέντρο της Αθήνας, ο «μεγάλος περίπατος» που έγινε περίγελος, τα παρατημένα έργα πολιτισμού στην επαρχία – όλα κοστίζουν. Και οικονομικά και ως προς την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Πέρα όμως από τις δομικές αδυναμίες του κράτους, υπάρχει και ένα άλλο κρίσιμο στοιχείο: η εναλλαγή διοικήσεων χωρίς συνέχεια. Μια νέα δημοτική ή περιφερειακή αρχή συχνά δεν θέλει να υλοποιήσει έργα που ξεκίνησε η προηγούμενη, οδηγώντας τα σε μαρασμό για καθαρά πολιτικούς λόγους. Έργα που έχουν ήδη κοστίσει χρήματα –και ελπίδες– καταλήγουν σκουριασμένα κουφάρια.
Ταυτόχρονα, απουσιάζει ο ουσιαστικός έλεγχος. Οι πολίτες δεν έχουν εύκολη πρόσβαση στην πρόοδο ή στα κόστη των έργων, ούτε υπάρχουν επαρκείς μηχανισμοί για να εντοπίζονται καθυστερήσεις και ευθύνες. Και το χειρότερο: έχουμε μάθει να το θεωρούμε «φυσιολογικό». Η κοινωνία παρακολουθεί παθητικά, χωρίς να διεκδικεί λογοδοσία.
Αν θέλουμε να σταματήσουμε να μιλάμε για «έργα χωρίς τέλος», πρέπει να αλλάξουμε μοντέλο. Με ενιαία διοίκηση για τη γη, ψηφιακές πλατφόρμες με χάρτες, ξεκάθαρες αρμοδιότητες και διαφάνεια. Με τη συμμετοχή των πολιτών από τον σχεδιασμό μέχρι την υλοποίηση και με διοικήσεις που αναγνωρίζουν την ευθύνη τους – όχι την πολιτική ευκαιρία.
Η Ελλάδα δεν πάσχει από φαντασία ή έμπνευση. Πάσχει από συνέπεια, συνεργασία και τη βούληση να τελειώνει ό,τι αρχίζει. Και αυτό, πρέπει να το απαιτήσουμε όλοι.